- σχηματιζόμενοι
- σχηματίζωassume a certain formpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυόλιθος — Ορυκτό του νατρίου, με χημικό τύπο Να3ΑlF6. Παρουσιάζει το φαινόμενο του πολυμορφισμού, δηλαδή κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σε κανονική θερμοκρασία, ενώ σε θερμοκρασίες πάνω από 550°C οι σχηματιζόμενοι κρύσταλλοι ανήκουν στο κυβικό… … Dictionary of Greek
σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β … Dictionary of Greek
μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γραμμές ή δίκτυα — Κοινή ονομασία για τα έργα με τα οποία επιτυγχάνεται η μ. της ενέργειας από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης. Διακρίνονται σε εναέριες γραμμές, εκείνες δηλαδή που κατασκευάζονται υπεράνω του εδάφους και υποβαστάζονται από κατάλληλα… … Dictionary of Greek